- μωραίνοντι
- μωραίνωto be sillypres part act masc/neut dat sgμωραίνωto be sillypres ind act 3rd pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νουθέτημα — το (ΑΜ νουθέτημα) [νουθετώ] συμβουλή, παραίνεση, νουθέτηση («ἄγαν δὲ μωραίνοντι νουθετήματα», Πλούτ.) … Dictionary of Greek